- Ἴσοις
- Ἴ̱σοις , Ἶσοςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἴσοις — ἴσος equal masc/neut dat pl ἴ̱σοις , ἴσος equal masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… … Dictionary of Greek
κυβίζω — (I) (AM κυβίζω) [κύβος] 1. δίνω σε κάτι σχήμα κύβου («ἀεὶ τὸ πλῆθος τῷ σχήματι κυβίζουσι καὶ στερεὸν ἐκ πάντων ποιοῡσιν ἕξ ἴσοις ἐπιπέδοις περιεχόμενοι», Πλούτ.) 2. υψώνω αριθμό στον κύβο, στην τρίτη δύναμη νεοελλ. 1. συνάπτω μεταξύ τους πολλά… … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek